- συσσαρκώνομαι
- συσσαρκοῡμαι, -όομαι, ΝΜΑ [σαρκοῦμαι, -ώνομαι](ιδίως για τραύμα) καλύπτομαι ολόγυρα με σάρκα, ενώνομαι με σάρκα, θρέφωμσν.(σπαν. ενεργ.) συσσαρκῶ, -όωκάνω κάτι να καλυφθεί με σάρκα ολόγυρααρχ.συνδέομαι με σάρκωση.
Dictionary of Greek. 2013.